- κασαλβαδικῶς
- κασαλβαδικῶς, wie eine Hure
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κασαλβαδικός — κασαλβαδικός, ή, όν (Μ) αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε πόρνη. επίρρ... κασαλβαδικῶς (Μ) πορνικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασαλβάς, άδος + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek